περισφαραγώ

περισφαραγώ
-έω, Α
στενοχωρούμαι πάρα πολύ, είμαι έτοιμος να ξεσπάσω σε κλάματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σφαραγοῦμαι «σφριγώ, είμαι υπερβολικά πλήρης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”